- ηδύφθογγος
- ἡδύφθογγος, -ον (Α)αυτός που εκφέρει γλυκούς φθόγγους, γλυκύφθογγος, γλυκύφωνος.επίρρ...ἡδυφθόγγως (Μ)με ηδύφθογγο τρόπο, γλυκύφωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -φθόγγος (< φθόγγος < φθέγγομαι) πρβλ. μελί-φθογγος, οξύ-φθογγος].
Dictionary of Greek. 2013.